επίθετο “early”
early, συγκρ. earlier, υπερθ. earliest
- νωρίς
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She caught an early train to avoid the morning rush.
- πρώιμος
The artist's early paintings show a different style than his later masterpieces.
- αρχικός
The doctor said the disease was in its early phase, so treatment should be effective.
επίρρημα “early”
- νωρίς (στην αρχή)
She woke up early in the morning to watch the sunrise.
- νωρίτερα (από το συνηθισμένο)
She decided to go home early to avoid the heavy traffic.