·

(EN)
σύμβολο

σύμβολο “iː”

  1. ένας μακρύς, ψηλός φθόγγος φωνήεν που παράγεται στο μπροστινό μέρος του στόματος χωρίς το στρογγύλεμα των χειλιών
    The word "need" is pronounced with iː.