ουσιαστικό “twilight”
ενικός twilight, πληθυντικός twilights ή μη μετρήσιμο
- λυκόφως
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After the sun dipped below the horizon, the twilight cast a beautiful pink hue over the landscape.
- ημίφως
The old photograph was taken in such twilight that their expressions were barely discernible.
- δύση (με περαιτέρω εξήγηση: μεταφορικά για την παρακμή ή ενδιάμεση κατάσταση κάτι)
The once-great athlete now found himself in the twilight of his career, contemplating retirement.
επίθετο “twilight”
βασική μορφή twilight, μη βαθμ.
- λυκόφωτος
The twilight glow of the candle was not enough to read by, but it added a warm ambiance to the room.
ρήμα “twilight”
απαρέμφατο twilight; αυτός twilights; αόριστος twilit, twilighted; μετοχή αορ. twilit, twilighted; μετοχή ενεστ. twilighting
- λυκαυγή (με περαιτέρω εξήγηση: ρήμα που χρησιμοποιείται ποιητικά για να περιγράψει το αδύναμο ή θαμπό φωτισμό κάτι)
The moon twilights the room with a soft, silver glow that creates a magical atmosphere.