επίθετο “whole”
βασική μορφή whole, μη βαθμ.
- ολόκληρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We spent the whole day at the beach, soaking up the sun.
- υγιής
After months of treatment, she finally felt whole again.
- ακατέργαστος (για τρόφιμα)
My doctor recommended eating whole grains to improve my diet.
ουσιαστικό “whole”
ενικός whole, πληθυντικός wholes ή μη μετρήσιμο
- σύνολο
The puzzle is finally finished; the whole looks even better than I imagined.