·

sanctuary (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “sanctuary”

ενικός sanctuary, πληθυντικός sanctuaries ή μη μετρήσιμο
  1. καταφύγιο
    During the storm, the family found sanctuary in the basement, safe from the howling winds outside.
  2. ζώνη προστασίας (για άγρια ζωή ή φυσικούς πόρους)
    The wildlife sanctuary provides a safe haven for endangered species to live without the threat of poaching or habitat destruction.
  3. ιερό (τμήμα ενός θρησκευτικού κτιρίου, ειδικά γύρω από το βωμό)
    The priest led the congregation into the sanctuary where the golden altar stood as a focal point for their prayers.