ουσιαστικό “atom”
ενικός atom, πληθυντικός atoms
- άτομο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
An atom of hydrogen is made up of one proton and one electron.
- άτομο (στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία)
Ancient Greek philosophers believed that everything was made up of tiny, indivisible atoms.