ουσιαστικό “garden”
ενικός garden, πληθυντικός gardens
- κήπος (μια περιοχή γης όπου καλλιεργούνται φυτά, όπως λουλούδια ή λαχανικά)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spends every morning working in her flower garden.
- κήπος (η περιοχή γύρω από ένα σπίτι, ειδικά στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται για αναψυχή και ψυχαγωγία· αυλή)
The children are playing football in the garden.
ρήμα “garden”
απαρέμφατο garden; αυτός gardens; αόριστος gardened; μετοχή αορ. gardened; μετοχή ενεστ. gardening
- κηπουρεύω
She spends her weekends gardening in her backyard.