·

garden (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “garden”

ενικός garden, πληθυντικός gardens
  1. κήπος (μια περιοχή γης όπου καλλιεργούνται φυτά, όπως λουλούδια ή λαχανικά)
    She spends every morning working in her flower garden.
  2. κήπος (η περιοχή γύρω από ένα σπίτι, ειδικά στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται για αναψυχή και ψυχαγωγία· αυλή)
    The children are playing football in the garden.

ρήμα “garden”

απαρέμφατο garden; αυτός gardens; αόριστος gardened; μετοχή αορ. gardened; μετοχή ενεστ. gardening
  1. κηπουρεύω
    She spends her weekends gardening in her backyard.