·

buzzing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
buzz (ρήμα)

ουσιαστικό “buzzing”

ενικός buzzing, μη μετρήσιμο
  1. βουητό
    The constant buzzing of bees made it hard to concentrate in the garden.