ουσιαστικό “buzz”
ενικός buzz, πληθυντικός buzzes ή μη μετρήσιμο
- βουητό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The buzz of the bees was overwhelming when we stood next to the hive.
- φήμη
The buzz around the office is that the company might be launching a new product next month.
- ζάλη (από αλκοόλ)
After two glasses of wine, she enjoyed the gentle buzz that made her feel relaxed and happy.
- ένταση (συναίσθημα)
After her first sip of the energy drink, she felt an immediate buzz and was ready to tackle the day.
ρήμα “buzz”
απαρέμφατο buzz; αυτός buzzes; αόριστος buzzed; μετοχή αορ. buzzed; μετοχή ενεστ. buzzing
- βουίζω
The room was quiet except for the clock that buzzed softly on the wall.
- σφύζω (από δραστηριότητα ή συγκίνηση)
The office was buzzing with energy as everyone prepared for the big launch.
- ανοίγω με ηλεκτρονικό κουδούνι (ή απλώς "κουδουνίζω", αναφερόμενο στην πράξη του να κάνει κάποιος χρήση του κουδουνιού για να ανοίξει μια πόρτα)
When you arrive at the apartment building, call me, and I'll buzz you in.