·

caring (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
care (ρήμα)

επίθετο “caring”

βασική μορφή caring (more/most)
  1. στοργικός
    She is very caring; she always helps those in need.