·

library (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “library”

ενικός library, πληθυντικός libraries
  1. βιβλιοθήκη
    Every Saturday, Sarah visits the library to borrow new books and study in a quiet place.
  2. συλλογή βιβλίων και μέσων (σε φυσική ή ψηφιακή μορφή)
    The university's online library offers thousands of e-books and academic journals.
  3. βιβλιοθήκη (δωμάτιο)
    In our house, we have a small library where we keep all our favorite books.
  4. προσωπική συλλογή βιβλίων και μέσων
    She proudly showed me her library of classic novels and vinyl records.
  5. σειρά βιβλίων ή ηχογραφήσεων (από την ίδια εταιρεία)
    The publisher released a new library of mystery novels, all with matching covers.
  6. βιβλιοθήκη κώδικα
    The graphics library helps developers add visual effects to their games.
  7. συλλογή δειγμάτων DNA (από έναν οργανισμό ή σχετική με μία ασθένεια)
    The scientists created a library of DNA samples to study the genetic mutations.