·

ATM (EN)
ουσιαστικό, συντομογραφία

ουσιαστικό “ATM”

ενικός ATM, πληθυντικός ATMs
  1. ΑΤΜ
    She went to the ATM to withdraw some money before heading to the store.

συντομογραφία “ATM”

ATM
  1. αυτή τη στιγμή (διαδικτυακή αργκό)
    I can't help you ATM because I'm in a meeting, but I'll be free in an hour.