ουσιαστικό “ATM”
ενικός ATM, πληθυντικός ATMs
- ΑΤΜ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She went to the ATM to withdraw some money before heading to the store.
συντομογραφία “ATM”
- αυτή τη στιγμή (διαδικτυακή αργκό)
I can't help you ATM because I'm in a meeting, but I'll be free in an hour.