επίθετο “Chinese”
βασική μορφή Chinese, μη βαθμ.
- κινεζικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She loves eating Chinese food, especially dumplings.
- κινεζικός (σχετικά με τη γλώσσα)
She started learning Chinese characters to better understand the language.
Κύριο Όνομα “Chinese”
- Κινέζοι
The Chinese are known for their rich cultural traditions and innovations.
- κινεζική γλώσσα
She's been studying Chinese for three years and can now read entire books in the language.
- κινεζική γραφή
To read ancient texts, one must be proficient in classical Chinese.
- κινεζική κουζίνα
We ordered too much Chinese last night, so we'll have leftovers for dinner.