ουσιαστικό “methodology”
ενικός methodology, πληθυντικός methodologies ή μη μετρήσιμο
- μεθοδολογία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The scientist explained her methodology for conducting the experiment, which included detailed steps and specific tools.