επίθετο “dreadful”
βασική μορφή dreadful (more/most)
- φρικτός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The weather was dreadful, with heavy rain and strong winds all day.
- απαίσιος
He's a dreadful perfectionist, always criticizing me.
- τρομακτικός (προκαλεί πόνο ή φόβο)
The people involved in the accident suffered dreadful injuries.