·

warrior (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “warrior”

ενικός warrior, πληθυντικός warriors
  1. πολεμιστής
    The brave warrior charged into battle, shield raised and sword gleaming in the sunlight.
  2. μαχητής (για πολιτική ή κοινωνική υπόθεση)
    The environmental warriors protested loudly, demanding immediate action to save the forests.