·

confusing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
confuse (ρήμα)

επίθετο “confusing”

βασική μορφή confusing (more/most)
  1. μπερδευτικός
    The instructions for assembling the desk were so confusing that I had to ask for help.