ρήμα “confuse”
απαρέμφατο confuse; αυτός confuses; αόριστος confused; μετοχή αορ. confused; μετοχή ενεστ. confusing
- μπερδεύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new math problem confused the entire class until the teacher explained it step by step.
- μπερδεύω (με κάτι άλλο)
She confused the sugar with salt and ruined the cake.
- δυσκολεύω την κατανόηση (ενός θέματος)
The additional information in the report confused the issue instead of clarifying it.