·

landing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
land (ρήμα)

ουσιαστικό “landing”

ενικός landing, πληθυντικός landings
  1. προσγείωση
    The pilot executed a smooth landing despite the turbulent weather.
  2. προθάλαμος (στην κορυφή μιας σκάλας ή μεταξύ δύο σειρών σκαλοπατιών)
    The children sat on the landing, tying their shoelaces before descending the stairs.