·

someone (EN)
αντωνυμία, ουσιαστικό

αντωνυμία “someone”

someone
  1. κάποιος
    Is there someone at the door?

ουσιαστικό “someone”

ενικός someone, πληθυντικός someones
  1. κάποιος σημαντικός (σε περίπτωση που αναφερόμαστε σε σημαντικό άτομο)
    After winning the award, she felt like she was finally someone in the industry.