·

motorcycle (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “motorcycle”

ενικός motorcycle, πληθυντικός motorcycles
  1. μοτοσικλέτα
    He rode his motorcycle across the country during the summer.

ρήμα “motorcycle”

απαρέμφατο motorcycle; αυτός motorcycles; αόριστος motorcycled; μετοχή αορ. motorcycled; μετοχή ενεστ. motorcycling
  1. οδηγώ μοτοσικλέτα (μεταφορικό μέσο)
    He motorcycled through the mountains during his vacation.