ουσιαστικό “motorcycle”
ενικός motorcycle, πληθυντικός motorcycles
- μοτοσικλέτα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He rode his motorcycle across the country during the summer.
ρήμα “motorcycle”
απαρέμφατο motorcycle; αυτός motorcycles; αόριστος motorcycled; μετοχή αορ. motorcycled; μετοχή ενεστ. motorcycling
- οδηγώ μοτοσικλέτα (μεταφορικό μέσο)
He motorcycled through the mountains during his vacation.