ουσιαστικό “kangaroo”
ενικός kangaroo, πληθυντικός kangaroos
- καγκουρό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The kangaroo mother carried her joey in her pouch as she bounded across the outback.
επίθετο “kangaroo”
βασική μορφή kangaroo, μη βαθμ.
- καγκουρό (σε χρηματιστηριακή αγορά με γρήγορες αλλαγές τιμών)
Investors were wary of the kangaroo market, as stock prices seemed to hop unpredictably from one day to the next.