·

kangaroo (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “kangaroo”

ενικός kangaroo, πληθυντικός kangaroos
  1. καγκουρό
    The kangaroo mother carried her joey in her pouch as she bounded across the outback.

επίθετο “kangaroo”

βασική μορφή kangaroo, μη βαθμ.
  1. καγκουρό (σε χρηματιστηριακή αγορά με γρήγορες αλλαγές τιμών)
    Investors were wary of the kangaroo market, as stock prices seemed to hop unpredictably from one day to the next.