·

excellent (EN)
επίθετο, επίφωνο

επίθετο “excellent”

βασική μορφή excellent (more/most)
  1. εξαιρετικός
    She received excellent grades on all her exams.

επίφωνο “excellent”

excellent
  1. άριστα (ως έκφραση μεγάλης ευχαρίστησης ή έγκρισης)
    You got an A on your test? Excellent!