·

roaring (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
roar (ρήμα)

επίθετο “roaring”

βασική μορφή roaring, μη βαθμ.
  1. έντονος
    The new café is doing a roaring business.
  2. καταπληκτικός (πολύ απολαυστικός)
    We had a roaring good time at the party.