επίθετο “comfortable”
βασική μορφή comfortable (more/most)
- άνετος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The chair was so comfortable that I didn't want to get up.
- βολικός
I am really comfortable when I am in the garden.
- σίγουρος (χωρίς άγχος)
She felt comfortable speaking in front of the large audience.
- επαρκής (για τις ανάγκες σου)
With a comfortable salary, she never had to worry about paying her bills.