ρήμα “roar”
απαρέμφατο roar; αυτός roars; αόριστος roared; μετοχή αορ. roared; μετοχή ενεστ. roaring
- βρυχώμαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The lion roared to assert its dominance over the pride.
- βρυχώμαι (από θυμό ή πόνο)
She roared in frustration when she missed the last train home.
- κραυγάζω
The drill sergeant roared commands at the new recruits.
- ξεκαρδίζομαι
The audience roared at the comedian's jokes.
- βουίζω
The thunder roared throughout the night, keeping everyone awake.
- ορμώ
The race car roared down the track at incredible speed.
ουσιαστικό “roar”
ενικός roar, πληθυντικός roars
- βρυχηθμός
The lion let out a powerful roar that echoed through the jungle.
- βρυχηθμός (από θυμό ή πόνο)
He let out a roar of frustration when he realized he was late.
- βουητό
We could hear the roar of the ocean from our hotel room.
- ξεκαρδιστικό γέλιο
The audience's roars filled the theater after the punchline.