ουσιαστικό “salmon”
ενικός salmon, πληθυντικός salmon ή μη μετρήσιμο
- σολομός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The salmon swim upstream every year to lay their eggs.
- σολομός (κρέας ψαριού)
For dinner, we had grilled salmon with a side of vegetables.
επίθετο “salmon”
βασική μορφή salmon, μη βαθμ.
- σομόν (πορτοκαλορόζ)
She wore a beautiful salmon dress to the party.