·

salmon (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “salmon”

ενικός salmon, πληθυντικός salmon ή μη μετρήσιμο
  1. σολομός
    The salmon swim upstream every year to lay their eggs.
  2. σολομός (κρέας ψαριού)
    For dinner, we had grilled salmon with a side of vegetables.

επίθετο “salmon”

βασική μορφή salmon, μη βαθμ.
  1. σομόν (πορτοκαλορόζ)
    She wore a beautiful salmon dress to the party.