ρήμα “choose”
απαρέμφατο choose; αυτός chooses; αόριστος chose; μετοχή αορ. chosen; μετοχή ενεστ. choosing
- επιλέγω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She chose the blue dress for her graduation ceremony.
- αποφασίζω
She chose to study late into the night to prepare for her exam.
σύνδεσμος “choose”
- συνδυασμός (στα μαθηματικά, όταν αναφερόμαστε στον υπολογισμό δύο αριθμών)
In a lottery, the chances of winning are calculated using the formula "n choose k," where n is the total number of balls and k is the number of balls drawn.