επίθετο “last”
βασική μορφή last, μη βαθμ.
- τελευταίος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She finished the race in last place, exhausted but proud to have completed it.
- τελευταίος (στην κατάταξη)
In the race, he finished last, receiving only a participation ribbon.
- τελευταίος (σε πιθανότητα ή καταλληλότητα)
She was the last person I expected to see at the party, given her dislike for social gatherings.
οριστικό “last”
- προηγούμενος
I bought a new book last week.
επίρρημα “last”
- τελευταία
She last visited Paris in the summer.
- τελικά
We watched everyone else present their projects, and then it was our turn to present last.
ρήμα “last”
απαρέμφατο last; αυτός lasts; αόριστος lasted; μετοχή αορ. lasted; μετοχή ενεστ. lasting
- διαρκώ
The meeting lasted three hours longer than we expected.
- αντέχω
The battery in my flashlight lasted all night during the camping trip.
- αντέχω (σε σεξουαλική διάρκεια)
He tried to last longer to ensure they both enjoyed the moment.