·

grace period (EN)
φράση

φράση “grace period”

  1. περίοδος μετά από μια προθεσμία κατά την οποία μπορείς να κάνεις κάτι χωρίς ποινή.
    Even though the bill was due on the first, there is a ten-day grace period before any late fees are applied.