ουσιαστικό “angle”
ενικός angle, πληθυντικός angles
- γωνία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher asked us to measure the angle where the two walls meet.
- γωνία (όπου συναντώνται δύο τοίχοι)
The cat hid in the angle where the two fences met.
- μια κατεύθυνση που δεν είναι εντελώς κάθετη ή οριζόντια
The car parked at an angle, making it hard for others to park next to it.
- οπτική γωνία
From his angle, the new policy seemed unfair to small businesses.
- αγκίστρι
He carefully prepared his angle before casting it into the river.
ρήμα “angle”
απαρέμφατο angle; αυτός angles; αόριστος angled; μετοχή αορ. angled; μετοχή ενεστ. angling
- γέρνω
The picture frame was angled slightly to the left.
- στρίβω
The car angled sharply to avoid the pothole.
- παρουσιάζω (από συγκεκριμένη οπτική γωνία)
She angled her story to make it sound more exciting to the audience.
- ψαρεύω
Every weekend, they angle by the river hoping to catch some trout.
- επιδιώκω (με πλάγιο τρόπο)
She kept complimenting her boss's ideas, clearly angling for a promotion.