Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ρήμα “fell”
απαρέμφατο fell; αυτός fells; αόριστος felled; μετοχή αορ. felled; μετοχή ενεστ. felling
- κόβω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The lumberjack felled the old oak tree with a single, powerful swing.
- σκοτώνω
The knight felled the dragon with a single blow.
ουσιαστικό “fell”
ενικός fell, πληθυντικός fells
- υλοτομία
The forest was much smaller after the recent fell of trees.
- δέρμα
The hunter carefully cleaned the deer fell to use it for a warm blanket.
- βουνό
We hiked up the steep path until we reached the top of the fell.
επίθετο “fell”
βασική μορφή fell, μη βαθμ.
- σκληρός (άγριος)
The fell warrior showed no mercy as he charged through the battlefield.