·

engineered (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
engineer (ρήμα)

επίθετο “engineered”

βασική μορφή engineered (more/most)
  1. (για οικοδομικά υλικά) σχεδιασμένα ή τροποποιημένα με χρήση μεθόδων μηχανικής
    The new building features engineered wood to increase its strength and stability.