·

ho (EN)
επίφωνο, ουσιαστικό, ρήμα

επίφωνο “ho”

ho
  1. ιστορικά χρησιμοποιούνταν από τους ναυτικούς για να προσελκύσουν την προσοχή όταν εντοπίζεται κάτι
    Land ho! We're finally approaching the shore.
  2. ένας φωνασκητός για να τραβήξει την προσοχή
    Ho! Wait for me!

ουσιαστικό “ho”

ενικός ho, πληθυντικός hos, hoes ή μη μετρήσιμο
  1. πόρνη
    Don't fall in love with her; she's a ho.
  2. μια αργκό λέξη για μια γυναίκα (συχνά θεωρείται προσβλητική)
    Rappers always seem to have their hoes around, don't they?

ρήμα “ho”

απαρέμφατο ho; αυτός hoes; αόριστος hoed; μετοχή αορ. hoed; μετοχή ενεστ. hoeing
  1. αλλοτριώνομαι
    Despite her charming exterior, everyone knew she was hoeing at night, jumping from one party to another.