·

masses (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
mass (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “masses”

masses, μόνο πληθυντικός
  1. μάζες
    The new policy was designed to benefit the masses, aiming to improve the lives of millions.