επίθετο “worldwide”
βασική μορφή worldwide, μη βαθμ.
- παγκόσμιος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The COVID-19 pandemic led to worldwide travel restrictions.
επίρρημα “worldwide”
- σε κάθε μέρος του κόσμου
The company plans to launch its new product worldwide next month.