·

those (EN)
οριστικό, αντωνυμία

οριστικό “those”

those
  1. εκείνοι, εκείνες, εκείνα
    Those children playing in the park seem to have endless energy.

αντωνυμία “those”

those
  1. εκείνα (χωρίς να ακολουθεί ουσιαστικό)
    Look at the stars in the sky; those are the ones I named after us.
  2. αυτά (αναφέρεται σε πράγματα που έχουν αναφερθεί ή συζητηθεί προηγουμένως)
    She showed me her drawings, and I was truly impressed by those.