επίθετο “off-road”
βασική μορφή off-road, μη βαθμ.
- εκτός δρόμου
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He bought an off-road vehicle for his adventures in the mountains.
- εκτός δημόσιου δρόμου
Their house has off-road parking for two cars.
επίρρημα “off-road”
- εκτός δρόμου (σε ανώμαλο έδαφος)
They decided to travel off-road to explore the wilderness.