·

off-road (EN)
επίθετο, επίρρημα

επίθετο “off-road”

βασική μορφή off-road, μη βαθμ.
  1. εκτός δρόμου
    He bought an off-road vehicle for his adventures in the mountains.
  2. εκτός δημόσιου δρόμου
    Their house has off-road parking for two cars.

επίρρημα “off-road”

off-road
  1. εκτός δρόμου (σε ανώμαλο έδαφος)
    They decided to travel off-road to explore the wilderness.