·

loft (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “loft”

ενικός loft, πληθυντικός lofts ή μη μετρήσιμο
  1. σοφίτα
    They stored old furniture in the loft above the garage.
  2. λοφτ (ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος διαβίωσης, συχνά μετατρεπόμενος από βιομηχανικό κτίριο)
    She lives in a spacious loft in the old warehouse district.
  3. αφράτο υλικό
    The new sleeping bag has excellent loft to keep you warm.
  4. πατάρι (υπερυψωμένη περιοχή ή γαλαρία σε εκκλησία ή αίθουσα, συχνά για καθίσματα ή όργανο)
    The choir performed from the loft at the back of the church.
  5. (γκολφ) η γωνία της επιφάνειας ενός μπαστουνιού του γκολφ που ελέγχει την τροχιά της μπάλας
    He chose a club with a higher loft to hit over the trees.
  6. ψηλό χτύπημα (στο κρίκετ)
    The batsman scored six runs with a well-timed loft.

ρήμα “loft”

απαρέμφατο loft; αυτός lofts; αόριστος lofted; μετοχή αορ. lofted; μετοχή ενεστ. lofting
  1. εκτοξεύω
    She lofted the ball over the defender and into the net.
  2. πετάω ψηλά
    The hot air balloon lofted gently into the sky.