επίθετο “offshore”
βασική μορφή offshore, μη βαθμ.
- υπεράκτιος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They built an offshore wind farm to harness energy from the ocean winds.
- μακριά από την ακτή
The offshore breeze carried the sailboat smoothly across the water.
- υπεράκτιος (σε άλλη χώρα)
The company opened an offshore subsidiary to reduce their operating expenses.
επίρρημα “offshore”
- μακριά από την ακτή
The fishermen sailed offshore early in the morning to catch more fish.
- σε απόσταση από την ακτή
The oil rig was positioned offshore, barely visible from the coastline.
ρήμα “offshore”
απαρέμφατο offshore; αυτός offshores; αόριστος offshored; μετοχή αορ. offshored; μετοχή ενεστ. offshoring
- μεταφέρω στο εξωτερικό
Many companies offshore their customer service departments to benefit from lower labor costs.