·

offshore (EN)
επίθετο, επίρρημα, ρήμα

επίθετο “offshore”

βασική μορφή offshore, μη βαθμ.
  1. υπεράκτιος
    They built an offshore wind farm to harness energy from the ocean winds.
  2. μακριά από την ακτή
    The offshore breeze carried the sailboat smoothly across the water.
  3. υπεράκτιος (σε άλλη χώρα)
    The company opened an offshore subsidiary to reduce their operating expenses.

επίρρημα “offshore”

offshore
  1. μακριά από την ακτή
    The fishermen sailed offshore early in the morning to catch more fish.
  2. σε απόσταση από την ακτή
    The oil rig was positioned offshore, barely visible from the coastline.

ρήμα “offshore”

απαρέμφατο offshore; αυτός offshores; αόριστος offshored; μετοχή αορ. offshored; μετοχή ενεστ. offshoring
  1. μεταφέρω στο εξωτερικό
    Many companies offshore their customer service departments to benefit from lower labor costs.