ουσιαστικό “dumbbell”
ενικός dumbbell, πληθυντικός dumbbells
- βαράκι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She lifted the dumbbells above her head to strengthen her arm muscles.