ρήμα “decide”
απαρέμφατο decide; αυτός decides; αόριστος decided; μετοχή αορ. decided; μετοχή ενεστ. deciding
- αποφασίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She decided to wear the blue dress to the party.
- κρίνω (νομικά)
The judge will decide next week.
- καθορίζω
The winner of the contest will be decided on the ability to think fast.