ουσιαστικό “sandwich”
ενικός sandwich, πληθυντικός sandwiches
- σάντουιτς
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
For lunch, I made a turkey and cheese sandwich with two slices of whole wheat bread.
- σάντουιτς (υλικό ανάμεσα σε δύο στρώσεις άλλου υλικού)
The solar panel was a sandwich of silicon between two layers of glass.
- κέικ σάντουιτς
At the village fete, there was a cake competition for the best homemade sandwich.
ρήμα “sandwich”
απαρέμφατο sandwich; αυτός sandwiches; αόριστος sandwiched; μετοχή αορ. sandwiched; μετοχή ενεστ. sandwiching
- βάζω ανάμεσα
She carefully sandwiched the delicate photograph between two pieces of cardboard to protect it.
- προγραμματίζω ανάμεσα
The meeting was sandwiched between two important deadlines, making it a very hectic day for everyone involved.