·

boxing (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
box (ρήμα)

ουσιαστικό “boxing”

ενικός boxing, μη μετρήσιμο
  1. πυγμαχία
    He has been training hard for the upcoming boxing match.

ουσιαστικό “boxing”

ενικός boxing, πληθυντικός boxings
  1. επένδυση (για σωλήνες, καλώδια κ.λπ.)
    The electrician installed boxing to conceal the wires running along the wall.
  2. (στην πληροφορική) η διαδικασία μετατροπής ενός βασικού τύπου τιμής σε τύπο αντικειμένου
    Boxing allows programmers to treat numbers and characters as objects.