·

sleeping (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
sleep (ρήμα)

επίθετο “sleeping”

βασική μορφή sleeping, μη βαθμ.
  1. υπνικός
    He packed a sleeping bag for the camping trip.