ρήμα “cleanse”
απαρέμφατο cleanse; αυτός cleanses; αόριστος cleansed; μετοχή αορ. cleansed; μετοχή ενεστ. cleansing
- καθαρίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After hiking all day, she cleansed her face with fresh spring water.
- εξαγνίζω
Many people visit the holy site, believing that the sacred waters can cleanse their souls of all past wrongdoings.