επίθετο “mutual”
βασική μορφή mutual (more/most)
- αμοιβαίος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Their mutual trust was essential for the success of the project.
- κοινός (μοιρασμένος)
They met through a mutual friend.
- ανήκει στα μέλη του
She prefers to deal with mutual insurance companies.
ουσιαστικό “mutual”
ενικός mutual, πληθυντικός mutuals
- αμοιβαίο κεφάλαιο
He invested his money in mutuals to save for retirement.
- (στο διαδίκτυο) ένα άτομο που είναι αμοιβαίος ακόλουθος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
I noticed we're mutuals on Instagram.