·

mutual (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “mutual”

βασική μορφή mutual (more/most)
  1. αμοιβαίος
    Their mutual trust was essential for the success of the project.
  2. κοινός (μοιρασμένος)
    They met through a mutual friend.
  3. ανήκει στα μέλη του
    She prefers to deal with mutual insurance companies.

ουσιαστικό “mutual”

ενικός mutual, πληθυντικός mutuals
  1. αμοιβαίο κεφάλαιο
    He invested his money in mutuals to save for retirement.
  2. (στο διαδίκτυο) ένα άτομο που είναι αμοιβαίος ακόλουθος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
    I noticed we're mutuals on Instagram.