ουσιαστικό “shoulder”
ενικός shoulder, πληθυντικός shoulders
- ώμος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She rested her head on his shoulder while they watched the movie.
- σπάλα
For dinner, we roasted a shoulder of lamb with garlic and rosemary.
- ώμος (στο ρούχο)
The dress had beautiful embroidery on the shoulders.
- λωρίδα έκτακτης ανάγκης
She pulled over onto the shoulder to make a phone call safely.
- προεξοχή (σε λόφο ή βουνό)
The hikers rested on the shoulder of the mountain, enjoying the panoramic view below.
- ώμος (στο μουσικό όργανο)
The violinist carefully polished the shoulder of her instrument to keep it in perfect condition.
- ώμος (στο μπουκάλι)
The label on the wine bottle was placed just below the shoulder.
- το μέρος ενός φυσιγγίου σφαίρας όπου ο στενός λαιμός διευρύνεται για να ενωθεί με το μεγαλύτερο σώμα
The bullet jammed because there was dirt on the shoulder of the cartridge.
ρήμα “shoulder”
απαρέμφατο shoulder; αυτός shoulders; αόριστος shouldered; μετοχή αορ. shouldered; μετοχή ενεστ. shouldering
- σπρώχνω με τον ώμο
He shouldered the heavy door open with a grunt.
- παραμερίζω (με δύναμη)
She shouldered her way to the top management by intimidating her colleagues.
- κουβαλάω στον ώμο
He shouldered the heavy backpack and started his hike up the mountain.
- αναλαμβάνω (ευθύνη)
She had to shoulder the burden of organizing the entire event by herself.
- μπλοκάρω (με τον βασιλιά στο σκάκι)
In the endgame, he skillfully shouldered the opponent's king away from the pawn's promotion square.