·

financing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
finance (ρήμα)

ουσιαστικό “financing”

ενικός financing, πληθυντικός financings ή μη μετρήσιμο
  1. χρηματοδότηση (τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία μιας επιχείρησης)
    They need to secure financing before they build the new factory.
  2. χρηματοδότηση (δάνειο που χρησιμοποιείται από ένα άτομο ή οργανισμό για να αγοράσει κάτι)
    Sarah secured financing to purchase her first home.