ουσιαστικό “avoidance”
ενικός avoidance, πληθυντικός avoidances ή μη μετρήσιμο
- αποφυγή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her avoidance of crowded places helped her manage her anxiety.
- αποφυγή (στην ψυχολογία, ένας μηχανισμός αντιμετώπισης όπου ένα άτομο αποφεύγει να αντιμετωπίσει δυσάρεστα συναισθήματα ή καταστάσεις)
Avoidance can sometimes prevent individuals from facing and resolving underlying problems.