·

avoidance (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “avoidance”

ενικός avoidance, πληθυντικός avoidances ή μη μετρήσιμο
  1. αποφυγή
    Her avoidance of crowded places helped her manage her anxiety.
  2. αποφυγή (στην ψυχολογία, ένας μηχανισμός αντιμετώπισης όπου ένα άτομο αποφεύγει να αντιμετωπίσει δυσάρεστα συναισθήματα ή καταστάσεις)
    Avoidance can sometimes prevent individuals from facing and resolving underlying problems.